- κατεπιχειρώ
- κατεπιχειρῶ, -έω (AM)1. βάζω το χέρι μου πάνω σε κάτι2. δοκιμάζω, προσπαθώ3. προσβάλλω, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατεπιχειρῶ — κατεπιχειρέω lay hands upon pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατεπιχειρέω lay hands upon pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεπιχείρησις — κατεπιχείρησις, ήσεως, ἡ (Μ) [κατεπιχειρώ] 1. επιχείρηση, προσπάθεια, ενέργεια 2. προσβολή κάποιου, επιχείρηση εναντίον κάποιου («ἡ τῶν ἀδυνάτων κατεπιχείρησις», Ευστ.) … Dictionary of Greek